ΤΟ ΝΤΑΟΥΛΙ

Η πανελλήνια ονομασία του είναι νταούλι ή ταβούλι ή νταβούλι ή τούμπανο, τύμπνανος, τούμπανος. Στη Μυτιλήνη λέγεται και τουμπανέλι ή γκμπαντέλι, στη Δυτική Ρούμελη και τσοκάνι. Λέγεται επίσης άργανο και ταμπούρλο.

Το νταούλι – ένας ξύλινος κύλινδρος, σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα, τεντωμένο με σκοινί – είναι ένα ρυθμικό, κυρίως, όργανο, που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη: η διάμετρος κάθε δερμάτινης επιφάνειας από 25 εκατοστά έως ένα περίπου μέτρο και ύψος (η απόσταση ανάμεσα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες) από 20 έως 60 περίπου εκατοστά. Το μέγεθος του νταουλιού το καθορίζουν δύο κυρίως παράγοντες: η παράδοση, που ποικίλει από περιοχή σε περιοχή – σ’ άλλες περιοχές φτιάχνουν μεγάλα και σε άλλες μικρά νταούλια – και ο νταουλιέρης, που «φτιάχνει το νταούλι στα μέτρα του», ανάλογα με το μπόι και το πάχος του, τα μακριά ή κοντά χέρια του κλπ. Τα τελευταία χρόνια, κι ιδιαίτερα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχίζουν να φτιάχνουν όλο και μικρότερα νταούλια, ακόμη και στις περιοχές που από παράδοση είχαν πάντα μεγάλα.

Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα – ένα στο κάθε χέρι – τα νταουλόξυλα ή ταμπουνόξυλα ή νταουλόβεργες. Το ξύλο του αριστερού χεριού, ή βέργα ή βίτσα, είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ, ενώ του δεξιού, ο κόπανος, είναι κοντύτερο και βαρύτερο, και φτιάχνεται σε διάφορα σχήματα και διαστάσεις. Το μήκος του κόπανου, το βάρος και ο όγκος της άκρης που χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια εξαρτώνται από το μέγεθος του νταουλιού και από τη σωματική διάπλαση του νταουλιέρη.

Όταν φτιάχνουν ένα νταούλι, ο νταουλιέρης, που είναι συνήθως και ο κατασκευαστής του, φροντίζει η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι 1-2 εκατοστά περίπου μεγαλύτερη και το δέρμα της να είναι χοντρύτερο σε σύγκριση με την απέναντι βάση. Έτσι, η μεγαλύτερη και με χοντρύτερο δέρμα επιφάνεια, όπου ο κόπανος χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, δίνει βαρύτερο ήχο, ενώ η απέναντι, μικρότερη και με λεπτότερο δέρμα επιφάνεια, πάνω στην οποία χτυπάει η βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου, δίνει οξύτερο ήχο. Σήμερα σπάνια συναντάμε νταούλια με τη μία βάση μεγαλύτερη και σκεπασμένη με πιο χοντρό δέρμα από την άλλη. Όσοι όμως νταουλιέρηδες έχουν ακόμα το μεράκι του ήχου, πετυχαίνουν τη διαφορά οξύτητας ανάμεσα στις δύο δερμάτινες βάσεις με το κατάλληλο σφίξιμο του σχοινιού. Σφίγγουν ή τεζάρουν, όπως λένε το μέρος του σχοινιού κοντά στη δερμάτινη επιφάνεια που χτυπάει η βέργα, προσέχοντας όμως να μη σφίξουν και το υπόλοιπο μέρος του σχοινιού, αυτό που συγκρατεί την απέναντι δερμάτινη επιφάνεια, με το βαρύτερο ήχο.

Ο νταουλιέρης ή ταουλτζής, ή τυμπανάρης, ή ταμπουρλής και ταμπουρλιέρης, «κουρντίζει» το νταούλι του με το σφίξιμο του σκοινιού. Όσο όμως και αν στα νταούλια των καλών νταουλιέρηδων είναι φανερή η διαφορετική τονική οξύτητα ανάμεσα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες, δε μπορούμε να μιλούμε για καθορισμένη τονική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές επιφάνειες. Σε ορισμένες ζυγιές, το νταούλι έχει κάποια «τονική» σχέση με το ζουρνά που συνοδεύει.

Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος, με το νταούλι του κρεμασμένο απ' τον αριστερό ώμο. Όταν το κρεμάει προσέχει να έχει δεξιά του τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει το βαρύτερο ήχο. Σ' αυτή την επιφάνεια χτυπάει με το χονδρό ξύλο, το κόπανο (δεξιό χέρι), τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου. Σε ορισμένα νησιά, όπως π.χ. στη Μυτιλήνη, το νταούλι – με μικρές συνήθως διαστάσεις – παίζεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι αυτός που αναφέραμε παραπάνω. Όταν όμως το γλέντι γίνεται σε κλειστό χώρο, ο νταουλιέρης παίζει καθιστός. κρατάει το νταούλι πάνω στον αριστερό μηρό και το χτυπάει με τις παλάμες και τα δάκτυλα στη μία μόνο πλευρά, με το δεξί χέρι τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και με το αριστερό - που ακουμπάει το νταούλι, συγκρατώντας το έτσι πάνω στο πόδι - τους αδύνατους χρόνους. Με τον ίδιο τρόπο παίζεται και το μικρό νταούλι της ανατολικής Κρήτης. Με τη διαφορά ότι αντί με τα χέρια, χτυπούν μαλακά το νταούλι με δύο μικρά νταουλόξυλα, στη μία πάντα πλευρά, με το νταουλόξυλο του δεξιού χεριού τους ισχυρούς χρόνους και με το νταουλόξυλο του αριστερού τους αδύνατους. Βλέπουμε δηλαδή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις – πάντα όμως στα νησιά – το νταούλι παίζεται όπως το νησιώτικο τουμπί.

 

 

* Βιβλιογραφία: Φοίβος Ανωγειανάκης, "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα", Β' έκδοση, Εκδοτικός οίκος "Μέλισσα", 1991, Αθήνα, ISBN: 960-204-005-X